μεσόστρατα — και μεσοστρατίς επίρρ. τοπ., στη μέση του δρόμου: Λιποθύμησε μεσοστρατίς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάστρατα — (Μ κατάστρατα) επίρρ. στη μέση τού δρόμου, μεσόστρατα, μεσοστρατίς μσν. κατά την πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στράτα + επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. κατά κορφ α, κατα μεσήμερ α)] … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσοδρομίς — και μισοδρομίς και μεσοδρομιάς επίρρ. 1. στο μέσο τής πορείας, στα μισά τού δρόμου, αλλ. μεσοστρατίς, μεσόδρομα 2. στα κατάμεσα τού δρόμου, αλλ. μεσόστρατα («πετούν τα σκουπίδια τους μεσοδρομίς») 3. μτφ. στο μέσο χρονικού διαστήματος ή ενέργειας… … Dictionary of Greek
μεσοπορώ — (Α μεσοπορῶ, έω) [μεσοπόρος] 1. πορεύομαι ή πλέω στο μέσο 2. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο τής πορείας, μεσοστρατίς αρχ. μτφ. (για φρούτο) δεν έχω ωριμάσει εντελώς, είμαι στη μέση τής ωρίμασης («μεσοπορούσης τῆς κατὰ τὴν ὀπώραν ἀκμῆς», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
μεσόστρατα — (Μ μεσόστρατα) επίρρ. βλ. μεσοστρατίς … Dictionary of Greek
μισοστρατίς — (Μ μισοστρατίς) επίρρ. βλ. μεσοστρατίς … Dictionary of Greek
μισόστρατα — επίρρ. μεσοστρατίς, στη μέση τού δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μισόστρατος + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
μεσοδρομίς — και μισοδρομίς επίρρ. τοπ., στη μέση του δρόμου, μεσοστρατίς: Το αυτοκίνητο χάλασε μεσοδρομίς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισοστρατίς — και μεσοστρατίς επίρρ., στη μέση του δρόμου, μεσόστρατα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)